- στρατονόμος
- ο, Ναξιωματικός, υπαξιωματικός ή οπλίτης τής στρατονομίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -νόμος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρατονόμος — ο αυτός που ανήκει στη στρατονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
αερονόμος — ο οπλίτης που υπηρετεί στην αστυνομία τού κλάδου τής Αεροπορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + νόμος, πρβλ. αστυνόμος, στρατονόμος κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
στρατονομία — η, Ν [στρατονόμος] 1. στρ. στρατιωτική υπηρεσία, τής οποίας αποστολή είναι η αστυνόμευση τών στρατιωτικών όταν αυτοί βρίσκονται έξω από τη μονάδα τους 2. στρ. αστυνομική υπηρεσία στους τόπους στάθμευσης τών στρατευμάτων για την τήρηση τής τάξης… … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek